ἐπέσχον

ἐπέσχον
ἐπέσχον: see ἐπέχω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπέσχον — ἐπώχατο aor ind act 3rd pl ἐπώχατο aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίτησις — ἐξαίτησις, η (Α) [εξαιτώ] 1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.) 2. μεσολάβηση, επέμβαση 3. αίτηση για ικανοποίηση 4. παράκληση …   Dictionary of Greek

  • λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”